- ευκίνητος
- -η, -οαυτός που κινείται εύκολα, γρήγορα, ο σβέλτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εὐκίνητος — easily moved masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκίνητος — η, ο (ΑΜ εὐκίνητος, ον) 1. αυτός που κινείται εύκολα και γρήγορα, ο γοργοκίνητος («γενόμενον δὲ εὐκίνητον», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ταχύς, ο σβέλτος («τινὰς μὲν τῶν εὐκινήτων πρὸ τοῡ τείχους καὶ τῆς τάφρου περενέβαλε», Πολ.) αρχ. μσν. 1. (για το… … Dictionary of Greek
εὐκινητότερον — εὐκίνητος easily moved adverbial comp εὐκίνητος easily moved masc acc comp sg εὐκίνητος easily moved neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκινητοτάτων — εὐκίνητος easily moved fem gen superl pl εὐκίνητος easily moved masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκινητοτέρων — εὐκίνητος easily moved fem gen comp pl εὐκίνητος easily moved masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκινητότατα — εὐκίνητος easily moved adverbial superl εὐκίνητος easily moved neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκινητότατον — εὐκίνητος easily moved masc acc superl sg εὐκίνητος easily moved neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκινήτως — εὐκίνητος easily moved adverbial εὐκίνητος easily moved masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκίνητον — εὐκίνητος easily moved masc/fem acc sg εὐκίνητος easily moved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκινητοτάτη — εὐκίνητος easily moved fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)